Στον Αμπελώνα, δεν υπήρχε γειτονιά χωρίς μια μουριά. Οι παλιοί τις φύτευαν με μεράκι έξω από τα σπίτια τους, σαν ευχή για δροσιά και ζωή. Ήταν κάτι παραπάνω από δέντρα· ήταν σύμβολα φιλοξενίας, σκιάς και παιδικής ανεμελιάς.
Το καλοκαίρι, οι μουριές απλώνονταν σαν φυσικές ομπρέλες, προσφέροντας τον παχύ ίσκιο τους στους περαστικούς και στους γείτονες που έβγαζαν τις καρέκλες στο πεζοδρόμιο. Εκεί, με έναν καφέ στο χέρι, οι μεγάλοι κουβέντιαζαν για τα νέα του χωριού και τα βάσανα της Ελλάδας.
Τα παιδιά, από την άλλη, έβλεπαν τις μουριές σαν μικρές παιδικές χαρές. Σκαρφάλωναν στα γερά τους κλαδιά, γελούσαν, φώναζαν, και κατέβαιναν με χέρια και πρόσωπα λερωμένα από τον μωβ χυμό των μούρων. Και η κάθε λεκιασμένη μπλούζα είχε να πει μια ιστορία καλοκαιριού.
Οι νοικοκυρές, με ένα καλάθι στο χέρι, μάζευαν τα γλυκά μούρα για μαρμελάδες και γλυκά του κουταλιού, γεμίζοντας τα σπίτια με μυρωδιές σπιτικής θαλπωρής.
Σήμερα, πολλές από αυτές τις μουριές έχουν χαθεί. Μα όσες απέμειναν, στέκουν σιωπηλοί φύλακες της μνήμης. Μάρτυρες μιας εποχής που η καθημερινότητα είχε άλλους ρυθμούς, και η ζωή κυλούσε κάτω από τον ίσκιο ενός δέντρου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου