Οι φωλιές από της Καρακάξες βρίσκονται στο σημείο μετά το πεδίο βολής του Αμπελώνα στο ανάχωμα..
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Η Καρακάξα είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Κορακιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Pica pica και περιλαμβάνει 11 υποείδη.[3][4]
- H καρακάξα, παρά την κακόηχη φωνή της, είναι από τα ευφυέστερα πτηνά στην υφήλιο. Στις τελευταίες δεκαετίες, αποτελεί για την επιστημονική κοινότητα αντικείμενο μελέτης και πειραμάτων, κατά τα οποία το πτηνό επιδεικνύει μεγάλη ικανότητα επίλυσης προβλημάτων (βλ. Ηθολογία).
- Η επιστημονική ονομασία του γένους Pica είναι η ακριβής λατινική απόδοση (κυριολ. Pīca [6]) της ελληνικής κίττα ή κίσσα.[1][2] Ωστόσο, ο λόγιος όρος κίσσα δεν αναφέρεται στο πτηνό κίσσα, το οποίο ανήκει σε διαφορετικό γένος (Garrulus), αλλά αποκλειστικά στην καρακάξα.
- Η παρερμηνεία υφίσταται επειδή, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας έχει επικρατήσει -λανθασμένα- να κατονομάζεται η καρακάξα ως «κίσσα». Μάλιστα, το πρόβλημα έχει επιταθεί επειδή, υπήρξε διαχρονικά λανθασμένη μετάφραση της διάσημης όπερας του Τζοακίνο Ροσσίνι La gazza ladra, ως «Η κλέφτρα κίσσα» αντί του ορθού «Η κλέφτρα καρακάξα», καθώς το πτηνό gazza είναι η καρακάξα και όχι η κίσσα.[7]. Άλλωστε, είναι πασίγνωστη η συνήθεια του συγκεκριμένου πτηνού να προσελκύεται από διάφορα αντικείμενα, ειδικά τα γυαλιστερά/μεταλλικά και να τα μεταφέρει στην φωλιά του (βλ. Ηθολογία).
Η λέξη καρακάξα έχει αβέβαιη ετυμολογία, με επικρατούσα την άποψη ότι, είναι ηχομιμημητικής προέλευσης από το χαρακτηριστικό κρώξιμο του πουλιού κ(α)ρα, κ(α)ρα, ενώ η άποψη ότι προέρχεται από τα συνθετικά καρά «μαύρος» και κίσσα (?) παρουσιάζει φωνητικά προβλήματα. Τέλος, υπάρχει η εκδοχή ότι προέρχεται από τον τύπο κορακόκισσα < κόρακας + κίσσα [8] (δηλ. «μαύρη κίσσα»). - Οι καρακάξες διαβιούν τόσο σε πεδινά όσο και ορεινά οικοσυστήματα, κυρίως σε ανοικτές θέσεις με λιβάδια, φυσικούς φράχτες, θάμνους και μεμονωμένα δέντρα. Επίσης, στις άκρες του δάσους, κοντά σε νερά και σε βάλτους με καλαμιές, θαμνότοπους με ιτιές και στην χαμηλή βλάστηση. Σπάνια, μπορούν να βρεθούν σε στενές δασικές λωρίδες, μεγάλα δάση ή κλειστές δασικές θέσεις. Ακόμη, αποφεύγουν τις απότομες πλαγιές, τις στενές, βαθιές κοιλάδες τα βραχώδη και χιονισμένα τοπία. Εξαίρεση αποτελούν κάποια υποείδη, όπως τα 1, 7 και 3 που ζουν σε μεγάλα υψόμετρα (βλ Πίνακα υποειδών). Ειδικά το τελευταίο απαντά στα 4.000μ. ενώ μπορεί να αναζητά την τροφή του μέχρι τα 5.500μ. Ωστόσο, περισσότερος από τον μισό ευρωπαϊκό πληθυσμό, σήμερα, εκτιμάται ότι προτιμάει τις αστικές περιοχές και τα περίχωρα. Οι καρακάξες είναι πολύ κοινές και ανευρίσκονται σε αλσύλλια, πάρκα, δενδροστοιχίες δρόμων, νεκροταφεία και σε μεγάλους κήπους σπιτιών.Στο Ηνωμένο Βασίλειο η στατιστική ανάλυση των 5 πρώτων προτιμητέων οικοσυστημάτων, δίνει τα εξής αποτελέσματα: Πόλεις, Χωριά, Λειμώνες, Θαμνότοποι και Πλατύφυλλα δένδρα.[17]
- Στην Ελλάδα, οι καρακάξες είναι πολύ κοινές σε αγρούς με φυτείες ανάμικτες με διάσπαρτα δένδρα ή θάμνους (συμπεριλαμβανομένων των ελαιώνων), στις παρυφές χωριών, στις πόλεις και σε υγρές περιοχές που έχουν συστάδες με αλμυρίκια ή ιτιές. Απουσιάζουν από κλειστά δάση, μακία γη ή θέσεις με φρύγανα, εκτός εάν στην περιοχή υπάρχει έστω και μικρή ανθρώπινη παρουσία (αγροκτήματα, στάνες, κ.λπ.). Τέλος, κάνουν πολύ αισθητή την παρουσία τους σε σκουπιδότοπους και κατά μήκος μεγάλων οδικών αρτηριών, όπου εκμεταλλεύονται θνησιμαία από πιθανά ατυχήματα.[13][18]
Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η περίοδος φωλιάσματος ποικίλλει ανάλογα με την επικράτεια αναπαραγωγής, με το φώλιασμα να αρχίζει ήδη από τον Δεκέμβριο στο Ηνωμένο Βασίλειο,[9] αλλά στις υπόλοιπες επικράτειες συνήθως είναι στις αρχές Απριλίου.[40] Οι καρακάξες είναι μονογαμικές και σχηματίζουν μακρόβια ζευγάρια, ήδη από τον προηγούμενο χειμώνα. Συχνά φωλιάζουν σε μικρές χαλαρές αποικίες, αλλά αυτό μπορεί να είναι περισσότερο ανταπόκριση στην τοπική κατανομή των δέντρων, παρά να οφείλεται σε χαρακτηριστικό της ηθολογίας τους.[19]Πριν το ζευγάρωμα πραγματοποιούνται τελετουργικά ερωτοτροπίας με τα πτηνά να εκτελούν μικρές πτήσεις και «κυνηγητά» και να «μιλάνε» την δική τους «γλώσσα», η οποία φαίνεται να διαφέρει από εκείνην που χρησιμοποιούν στις άλλες περιόδους του έτους. Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε αναπαραγωγκή περίοδο.[40]Στις προτιμώμενες θέσεις αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), οι καρακάξες κατασκευάζουν τη φωλιά τους σε δένδρα, ιδιαίτερα σε ανοικτές θέσεις. Ωστόσο, στις περιαστικές περιοχές και σε άδενδρες τοποθεσίες, η φωλιά μπορεί να κατασκευαστεί σε θάμνους και φυσικούς φράκτες, σε πυλώνες ηλεκρισμού, ακόμη και σε σπίτια ή άλλες ανθρώπινες κατασκευές.[40] Και τα δύο φύλα συμμετέχουν στην κατασκευή της φωλιάς (το αρσενικό προμηθεύει τα υλικά και το θηλυκό κτίζει), η οποία είναι χαρακτηριστική και ξεχωρίζει από απόσταση. Βρίσκεται στην διχάλα ή στα μεγάλα κλαδιά ενός ψηλού φυλλοβόλου δένδρου (γι’ αυτό φαίνεται εύκολα τον χειμώνα) και έχει μεγάλο μέγεθος. Η φωλιά επαναχρησιμοποιείται στα επόμενα έτη και από πολλά άλλα είδη, π.χ., κουκουβάγιες. Μπορεί να έχει διάμετρο έως και ένα (1) μέτρο, είναι θολωτή με κρυφές εισόδους και στις δύο πλευρές, κυρίως στο πάνω μέρος. Ωστόσο, η όλη ογκώδης κατασκευή χρησιμεύει για την προστασία της εσωτερικής μικρότερης, κυπελοειδούς δομής που αποτελεί την πραγματική θέση ωοτοκίας. Αυτή είναι κατασκευασμένη με λάσπη ή κοπριά και επενδυμένη με πόες, ριζίδια, τρίχες και γρασίδι.[19]Η γέννα αποτελείται από (3-) 5 έως 8 (-10) υποελλειπτικά, γυαλιστερά και έντονα κηλιδωτά αβγά, διαστάσεων 34,7 Χ 24,0 χιλιοστών και βάρους 9,9 γραμμαρίων, εκ των οποίων, ποσοστό 6% είναι κέλυφος.[17] Η εναπόθεση γίνεται κάθε δεύτερη μέρα. Η επώαση αρχίζει αμέσως μετά την εναπόθεση του πρώτου αβγού, πραγματοποιείται από το θηλυκό και διαρκεί, κατά μέσον όρο, 17-18 ημέρες.[40][41] Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι και χρήζουν της άμεσης προστασίας των γονέων. Πτερώνονται και αφήνουν την φωλιά στις 22 έως 27 (-28) ημέρες μετά την εκκόλαψη,[40][41] και συμμετέχουν σε ομαδικά «παιδοκομεία», όπου κάθε γονέας σιτίζει το μικρά του για άλλες 3-4 εβδομάδες.[19]- Συχνά η φωλιά της καρακάξας παρασιτείται από τον κούκο
Η σεξουαλική ωριμότητα επιτυγχάνεται στα 2 έτη ζωής του πτηνού, ενώ η μέση διάρκεια ζωής του είναι τα 5 χρόνια.[17]-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.